χαρτογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χαρτογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χαρτογραφημένος, -η, -ο
- αυτός που έχει χαρτογραφηθεί (κυριολεκτικά και μεταφορικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτογραφημένος
|