χιονάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χιονάτος | η | χιονάτη | το | χιονάτο |
γενική | του | χιονάτου | της | χιονάτης | του | χιονάτου |
αιτιατική | τον | χιονάτο | τη | χιονάτη | το | χιονάτο |
κλητική | χιονάτε | χιονάτη | χιονάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χιονάτοι | οι | χιονάτες | τα | χιονάτα |
γενική | των | χιονάτων | των | χιονάτων | των | χιονάτων |
αιτιατική | τους | χιονάτους | τις | χιονάτες | τα | χιονάτα |
κλητική | χιονάτοι | χιονάτες | χιονάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιονάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χιονάτος < χιόν(ι) + -άτος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χιονάτος
- κάτασπρος, άσπρος σαν το χιόνι
- το χιονάτο πουκάμισό του γυάλιζε στον ήλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιονάτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χιονάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)