χρηστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρηστός | η | χρηστή | το | χρηστό |
γενική | του | χρηστού | της | χρηστής | του | χρηστού |
αιτιατική | τον | χρηστό | τη | χρηστή | το | χρηστό |
κλητική | χρηστέ | χρηστή | χρηστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρηστοί | οι | χρηστές | τα | χρηστά |
γενική | των | χρηστών | των | χρηστών | των | χρηστών |
αιτιατική | τους | χρηστούς | τις | χρηστές | τα | χρηστά |
κλητική | χρηστοί | χρηστές | χρηστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χρηστός