ψήφιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψήφιση οι ψηφίσεις
      γενική της ψήφισης* των ψηφίσεων
    αιτιατική την ψήφιση τις ψηφίσεις
     κλητική ψήφιση ψηφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψήφιση < ψηφί(ζω) + (καθαρεύουσα) -σις > -ση < αρχαία ελληνική αμάρτυρη *ψήφισις που απαντά μόνο ως λοκρικός τύποςστην αιτιατική ψάφιξξιν [1] και σε σύνθετες λέξεις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.si/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbzi.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψή‐φι‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψήφιση θηλυκό

  • η ενέργεια του ψηφίζω, η διαδικασία και το αποτέλεσμά της
    ⮡  Η κυβέρνηση θα φέρει το νομοσχέδιο προς ψήφιση στη βουλή.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]