ψυχογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychogenie < αρχαία ελληνική ψυχή + γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχογένεια θηλυκό
- (ψυχολογία) η εξέταση των βαθύτερων ψυχικών αιτίων, που είναι ικανά να εξηγήσουν ή να προκαλέσουν μια ασθένεια ή μια ορισμένη συμπεριφορά του υποκειμένου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχογένεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)