ψυχογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψυχογένεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχογένεση οι ψυχογενέσεις
      γενική της ψυχογένεσης* των ψυχογενέσεων
    αιτιατική την ψυχογένεση τις ψυχογενέσεις
     κλητική ψυχογένεση ψυχογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychogenesis < αρχαία ελληνική ψυχή + γένεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχογένεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]