ψυχοκινητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοκινητικός < ψυχοκίνηση + -τικός (1.(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική psychomoteur[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική psycho-motor[1]· 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική psychokinetic)
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοκινητικός
- σχετικός με ψυχικές και κινητικές λειτουργίες
- που έχει σχέση με την ψυχοκίνηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετικός με ψυχικές και κινητικές λειτουργίες
που έχει σχέση με την ψυχοκίνηση
- ↑ 1,0 1,1 ψυχοκινητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)