ύσσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύσσωπος | οι | ύσσωποι |
γενική | του | υσσώπου & ύσσωπου |
των | υσσώπων |
αιτιατική | τον | ύσσωπο | τους | υσσώπους |
κλητική | ύσσωπε | ύσσωποι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύσσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕσσωπος < εβραϊκή אזוב (ezóv)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ύσσωπος αρσενικό
- (φυτό) αρωματικό φυτό (είδος μέντας) του γένους Hyssopus, με φαρμακευτικές ιδιότητες, που φύεται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και σε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το φυτό ὕσσωπος που αναφέρεται στη μετάφραση των εβδομήκοντα δεν είναι μάλλον το φυτό που αποδίδεται στα αγγλικά ως hyssop αλλά ως ezov ή ezob. Πρόκειται δηλαδή για βότανο συγγενές με τη ρίγανη ή το θυμάρι (za'atar, origanum syriacum / ὀρίγανον το συριακόν), ενώ έχει προταθεί και η συσχέτισή του με την κάπαρη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ύσσωπος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)