μετεωρολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετεωρολόγος < αρχαία ελληνική μετεωρολόγος < μετέωρον (< μετέωρος) + -λόγος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική météorologue)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετεωρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που ασχολείται με φαινόμενα που παρατηρούνται στην ατμόσφαιρα της γης και, ειδικά, με τη θερμοκρασία, την ατμοσφαιρική πίεση, την υγρασία, τους ανέμους, τις νεφώσεις και τα ποικίλα κατακρημνίσματα, διερευνώντας τα αίτιά τους, και βάσει αυτών οδηγείται σε πρόγνωση του καιρού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βιομετεωρολογία
- μετεωρολογία
- μετεωρολογικά
- μετεωρολογικός
- μετεωρολογικώς
- ραδιομετεωρολογία
- ραδιομετεωρολογικός
- υδρομετεωρολογία
- → δείτε τις λέξεις μετέωρο, αίρω και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετεωρολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μετεωρολόγος | οἱ | μετεωρολόγοι |
γενική | τοῦ | μετεωρολόγου | τῶν | μετεωρολόγων |
δοτική | τῷ | μετεωρολόγῳ | τοῖς | μετεωρολόγοις |
αιτιατική | τὸν | μετεωρολόγον | τοὺς | μετεωρολόγους |
κλητική ὦ! | μετεωρολόγε | μετεωρολόγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετεωρολόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μετεωρολόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μετεωρολόγος, -ου αρσενικό
- που μιλάει για τα ουράνια σώματα, αστρονόμος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 396c (396b-396c) @scaife.perseus
- ἡ δὲ αὖ ἐς τὸ ἄνω ὄψις καλῶς ἔχει τοῦτο τὸ ὄνομα καλεῖσθαι, οὐρανία, ὁρῶσα τὰ ἄνω, ὅθεν δὴ καί φασιν, ὦ Ἑρμόγενες, τὸν καθαρὸν νοῦν παραγίγνεσθαι οἱ μετεωρολόγοι, καὶ τῷ οὐρανῷ ὀρθῶς τὸ ὄνομα κεῖσθαι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.1 @scaife.perseus
- Περὶ δὲ τοῦ τὰ πρὸς ἄρκτον εἶναι τῆς γῆς ὑψηλὰ σημεῖόν τι καὶ τὸ πολλοὺς πεισθῆναι τῶν ἀρχαίων μετεωρολόγων τὸν ἥλιον μὴ φέρεσθαι ὑπὸ γῆν ἀλλὰ περὶ τὴν γῆν καὶ τὸν τόπον τοῦτον, ἀφανίζεσθαι δὲ καὶ ποιεῖν νύκτα διὰ τὸ ὑψηλὴν εἶναι πρὸς ἄρκτον τὴν γῆν.
- ※ 3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 3.4.2 @scaife.perseus
- τοὺς δὲ φιλομούσους μέν, καθαρίους δὲ τὰ ἄλλα, εἰς τὰ ᾠδικά: τοὺς δὲ ἀλόγως βασιλέας εἰς ἀετούς, εἰ μὴ ἄλλη κακία παρείη: μετεωρολόγους δὲ ἄνευ φρονήσεως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ αἰρομένους εἰς ὄρνεις μετεώρους ταῖς πτήσεσιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 396c (396b-396c) @scaife.perseus
- (μεταφορικά) που ασχολείται με μάταια θέματα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 401b @scaife.perseus
- κινδυνεύουσι γοῦν, ὠγαθὲ Ἑρμόγενες, οἱ πρῶτοι τὰ ὀνόματα τιθέμενοι οὐ φαῦλοι εἶναι ἀλλὰ μετεωρολόγοι καὶ ἀδολέσχαι τινές.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀπόσπασμα, 913 @scaife.perseus
- τίς τάδε λεύσσων θεὸν οὐχὶ νοεῖ,
μετεωρολόγων δ’ ἑκὰς ἔρριψεν
σκολιὰς ἀπάτας; ὧν ἀτηρὰ
γλῶσσ’ εἰκοβολεῖ περὶ τῶν ἀφανῶν
οὐδὲν γνώμης μετέχουσα.
- τίς τάδε λεύσσων θεὸν οὐχὶ νοεῖ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 401b @scaife.perseus
Επίθετο
[επεξεργασία]μετεωρολόγος, -ος, -ον
- που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη μετέωρος
Πηγές
[επεξεργασία]- μετεωρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετεωρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετεωρο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)