Γοργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γοργώ | ||
γενική | της | Γοργώς & Γοργούς | ||
αιτιατική | τη | Γοργώ | ||
κλητική | Γοργώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γοργώ < αρχαία ελληνική Γοργώ και Γοργών
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γοργώ θηλυκό
- (ιστορία) βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Λεωνίδα των Θερμοπυλών
- (λογοτεχνία) ποιήτρια από τη Μυτιλήνη, σύγχρονη της Σαπφούς
- (ελληνική μυθολογία) όνομα ταυτισμένο με τη Μέδουσα το οποίο όμως πιθανόν αποτελούσε και γενικό χαρακτηρισμό των τριών θυγατέρων του Φόρκυος, δηλαδή των τριών Γοργόνων (Σθενώ, Ευρυάλη και Μέδουσα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γοργώ, γυναικείο όνομα
Γοργώ το τέρας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Γοργώ | ||
γενική | τῆς | Γοργοῦς | ||
δοτική | τῇ | Γοργοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Γοργώ | ||
κλητική ὦ! | Γοργοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γοργώ θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) η Μέδουσα, μία από τις τρεις Γοργόνες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Γοργών, -όνος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γοργών και γοργόνα (ελληνική)
- γοργός (βλοσυρός, τρομερός)
- γοργόομαι
- Γόργειος, Γοργεία, Γόργειον
- Γοργόνειος
- το Γοργόνειον (η κεφαλή της Μέδουσας)
- ἡ Γοργόνωτος ασπίδα (+ το νῶτον) : η ασπίδα που έφερε το σύμβολο της Γοργόνας
- γοργωπός,ός, όν (+ ὤψ) και γοργώψ, θηλυκό γοργῶπις: αυτός που έχει αγριωπό βλέμμα
- γοργίδες και γοργάδες (νύμφες της θάλασσας)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Γοργολόφας (+ λόφος) : που έχει στην περικεφαλαία Γοργόνειο
Πηγές
[επεξεργασία]- Γοργώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Γοργώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ηχώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)