γυναικείος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
#:'''γυναικεία''' συμπεριφορά, '''γυναικείο''' ντύσιμο, '''γυναικεία''' καμώματα, '''γυναικεία''' φυλακή, '''γυναικείος''' πληθυσμός |
#:'''γυναικεία''' συμπεριφορά, '''γυναικείο''' ντύσιμο, '''γυναικεία''' καμώματα, '''γυναικεία''' φυλακή, '''γυναικείος''' πληθυσμός |
||
#:'''γυναικεία''': τα είδη, σε εμπορικά καταστήματα (γυναικεία, παιδικά, ανδρικά) |
#:'''γυναικεία''': τα είδη, σε εμπορικά καταστήματα (γυναικεία, παιδικά, ανδρικά) |
||
#που μοιάζει με γυναίκα ή μοιάζει να ανήκει σε γυναίκα, όμως αυτό δεν ισχύει |
# που μοιάζει με γυναίκα ή μοιάζει να ανήκει σε γυναίκα, όμως αυτό δεν ισχύει |
||
#:''μιλάει '''γυναικεία''''' (έχει λεπτή φωνή ή μιλάει με νάζι) |
#:''μιλάει '''γυναικεία''''' (έχει λεπτή φωνή ή μιλάει με νάζι) |
||
#:''άσε τα '''γυναικεία''' καμώματα, ακόμα είσαι 13 χρονών'' |
#:''άσε τα '''γυναικεία''' καμώματα, ακόμα είσαι 13 χρονών'' |
Αναθεώρηση της 17:04, 12 Σεπτεμβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γυναικείος < αρχαία ελληνική γυναικεῖος < γυνή
Επίθετο
γυναικείος αρσενικό, γυναικεία θηλυκό, γυναικείο ουδέτερο
- που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα, σε ενήλικα που ανήκει στο γυναικείο φύλο
- γυναικεία συμπεριφορά, γυναικείο ντύσιμο, γυναικεία καμώματα, γυναικεία φυλακή, γυναικείος πληθυσμός
- γυναικεία: τα είδη, σε εμπορικά καταστήματα (γυναικεία, παιδικά, ανδρικά)
- που μοιάζει με γυναίκα ή μοιάζει να ανήκει σε γυναίκα, όμως αυτό δεν ισχύει
- μιλάει γυναικεία (έχει λεπτή φωνή ή μιλάει με νάζι)
- άσε τα γυναικεία καμώματα, ακόμα είσαι 13 χρονών