προκαταλαμβάνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
ref ΔΦΑ λείπει η κλίση/ + ΑΡΧ ζητούμενο
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[προ-]] + [[καταλαμβάνω]] < [[κατά]] + [[λαμβάνω]] ({{σμσδ}} {{ετυμ fr}} [[préoccuper]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|προκαταλαμβάνω}} < {{π|προ-}} + {{λ|καταλαμβάνω|grc}} < {{π|κατα-}} + {{λ|λαμβάνω|grc}} ({{σμσδ|fr|el|text=1|préoccuper}}) <ref>{{Π:ΛΚΝ{{</ref>

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|el|pɾo.ka.ta.lamˈva.no}}
: {{συλλ|προ|κα|τα|λαμ|βά|νω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|προκαταλάμβανα|προκαταλάβω|προκατέλαβα|προκαταλαμβάνομαι|προκατειλημμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=προκατέλαβα|π-εν=προκαταλαμβάνομαι|π-αορ=προκαταλήφθηκα|μππ=προκατειλημμένος}}
* [[κάνω]] κάποιον να σχηματίσει [[άποψη]] για ένα [[πρόσωπο]] ή [[θέμα]] πριν το γνωρίσει ή το μελετήσει ο [[ίδιος]]
* [[κάνω]] κάποιον να σχηματίσει [[άποψη]] για ένα [[πρόσωπο]] ή [[θέμα]] πριν το γνωρίσει ή το μελετήσει ο [[ίδιος]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[απροκατάληπτα]]
* [[απροκατάληπτα]]
* [[απροκατάληπτος]]
* [[απροκαταλήπτως]]
* [[απροκαταλήπτως]]
* [[απροκαταληψία]]
* [[απροκαταληψία]]
* [[προκατάληψη]]
* [[προκατάληψη]]
* [[προκατειλημμένος]]
* {{βλ|προ|καταλαμβάνω|λαμβάνω}}
* {{βλ|προ|καταλαμβάνω|λαμβάνω}}
===={{κλίση}}====
* {{λείπει η κλίση}}
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 70: Γραμμή 78:
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


----

=={{-grc-}}==

==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|προ-|grc}} + {{λ|καταλαμβάνω|grc}} < {{π|κατα-|grc}} + {{λ|λαμβάνω|grc}}

{{ζητ}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 17:06, 25 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκαταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préoccuper) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ka.ta.lamˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω

Ρήμα

προκαταλαμβάνω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, π.αόρ.: προκαταλήφθηκα, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. {{Π:ΛΚΝ{{



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές