Εὐβίοτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐβίοτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐβίοτος οἱ Εὐβίοτοι
      γενική τοῦ Εὐβιότου τῶν Εὐβιότων
      δοτική τῷ Εὐβιότ τοῖς Εὐβιότοις
    αιτιατική τὸν Εὐβίοτον τοὺς Εὐβιότους
     κλητική ! Εὐβίοτε Εὐβίοτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐβιότω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐβιότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Εὐβίοτος < αρχαία ελληνική εὖ + βίοτος < βίος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Εὐβίοτος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]