Κατιμερτζόγλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Κατιμερτζόγλου οι Κατιμερτζόγλοι
Κατιμερτζογλαίοι
οι Κατιμερτζόγλου
      γενική του/της Κατιμερτζόγλου των Κατιμερτζόγλων
Κατιμερτζογλαίων
των Κατιμερτζόγλου
    αιτιατική τον/την Κατιμερτζόγλου τους Κατιμερτζόγλους
Κατιμερτζογλαίους
τους/τις Κατιμερτζόγλου
     κλητική Κατιμερτζόγλου Κατιμερτζόγλοι
Κατιμερτζογλαίοι
Κατιμερτζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κατιμερτζόγλου < + -όγλου • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ti.meɾˈd͡zo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τι‐μερ‐τζό‐γλου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κατιμερτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]