Κόκκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κόκκος, Κόκος, Κοκός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κόκκος οι Κόκκοι
      γενική του Κόκκου των Κόκκων
    αιτιατική τον Κόκκο τους Κόκκους
     κλητική Κόκκο Κόκκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κόκκος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κόκ‐κος
ομόηχο: κόκκος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κόκκος αρσενικό (θηλυκό Κόκκου)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κόκκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κόκκος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]