Κύριλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κύριλλος | οι | Κύριλλοι |
γενική | του | Κύριλλου & Κυρίλλου |
των | Κύριλλων & Κυρίλλων |
αιτιατική | τον | Κύριλλο | τους | Κύριλλους & Κυρίλλους |
κλητική | Κύριλλε | Κύριλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κύριλλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κύριλλος < αρχαία ελληνική κύριος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κύριλλος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κυριλλικός
- → δείτε τη λέξη κύριος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)