Πανσέληνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πανσέληνος | οι | Πανσέληνοι |
γενική | του | Πανσέληνου & Πανσελήνου |
των | Πανσέληνων & Πανσελήνων |
αιτιατική | τον | Πανσέληνο | τους | Πανσέληνους & Πανσελήνους |
κλητική | Πανσέληνε | Πανσέληνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πανσέληνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Πανσέληνος < παρωνύμιο πανσέληνος < αρχαία ελληνική πανσέληνος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /panˈse.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παν‐σέ‐λη‐νος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πανσέληνος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Πανσελήνου)
- όπως οικογένεια από τη Μυτιλήνη, του λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνου
- ※ περιοδικό Ποιμήν 5, 1937
- ἐν τῇ νήσῳ Λέσβῳ ἐπικρατεῖ μέχρι καὶ σήμερον ἀκόμη τὸ ὄνομα Πανσέληνος, ἄλλοτε μὲν ὡς βαπτιστικὸν ἄλλοτε δὲ ὡς ἐπώνυμον [1]
- ※ περιοδικό Ποιμήν 5, 1937
- όπως οικογένεια από τη Μυτιλήνη, του λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Ασημάκης Πανσέληνος στη Βικιπαίδεια
(1903-1984), έλληνας δημοσιογράφος, συγγραφέας και πολιτικός
Μεταγραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ pdf@eclass.uth.gr, σελ.48 - Μαρία Βασιλάκη, Ο Μανουήλ Πανσέληνος και η εποχή του. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 1999 (ανάτυπο).
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πανσέληνος < παρωνύμιο πανσέληνος < αρχαία ελληνική πανσέληνος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πανσέληνος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 16ος αιώνας αναφορά ονόματος - κώδικας μονής Υψηλού, Λέσβος[1]
- εχϊροτονήθη ὁ υἱός μου Πανσέλινος ἔτους ζξζ΄ [1599]
- ※ 16ος αιώνας αναφορά ονόματος - κώδικας μονής Υψηλού, Λέσβος[1]
- ανδρικό επώνυμο όπως το ψευδώνυμο ή το παρωνύμιο του ζωγράφου του 13ου αιώνα που είναι γνωστός με τον όνομα Μανουήλ Πανσέληνος από τις παραστάσεις της πανσελήνου που ζωγράφισε
- ※ περίπου 1728-33 - Διονύσιος ο εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης
- ἔμαθον σπουδάζοντας παιδιόθεν καὶ μιμούμενος κατὰ τὸ δυνατόν μοι τὸν ἐκ Θεσσαλονίκης δίκην σελήνης λάμψαντα κῦρ Μανουὴλ τὸν Πανσέληνον […] [2]
- ※ περίπου 1728-33 - Διονύσιος ο εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Πανσέληνος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
- άρθρο, Γιώτα Μυρτσιώτη, «Νέα μελέτη: Ποιός ήταν τελικά ο αγιογράφος Πανσέληνος;», εφημερίδα Καθημερινή, 11.12.2022.
- ※ έλαβε την επωνυμία “Πανσέληνος” από σχέδια της Σελήνης που ζωγράφισε για λογαριασμό του Δημητρίου Τρικλινίου, ενός από τους διακεκριμένους λογίους της εποχής των Παλαιολόγων, για να πλαισιώσουν ένα δοκίμιο αστρονομίας, κατ’ ακρίβεια σεληνογραφίας», ανέφερε ο ερευνητής. […] Τα σχέδια όμως της ανθρωπόμορφης Πανσελήνου και η φράση “ὁ τῆς ἀστραπῆς ἐπώνυμος χαριτώνυμος” από τον Δημήτριο Τρικλίνιο, […]
- pdf@eclass.uth.gr - Μαρία Βασιλάκη, Ο Μανουήλ Πανσέληνος και η εποχή του. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 1999 (ανάτυπο).
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Μάντζαρος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - επώνυμα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Επώνυμα από παρωνύμια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)