Φύσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φύσκος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φύσκος οἱ Φύσκοι
      γενική τοῦ Φύσκου τῶν Φύσκων
      δοτική τῷ Φύσκ τοῖς Φύσκοις
    αιτιατική τὸν Φύσκον τοὺς Φύσκους
     κλητική ! Φύσκε Φύσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φύσκω
γεν-δοτ τοῖν  Φύσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φύσκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φύσκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πόλη των Οζολαίων Λοκρών
  2. βουνό της Ιταλίας
  3. ποταμός της Ασίας, παραπόταμος του Τίγρη
  4. ανδρικό όνομα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]