άδουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άδουλος | η | άδουλη | το | άδουλο |
γενική | του | άδουλου | της | άδουλης | του | άδουλου |
αιτιατική | τον | άδουλο | την | άδουλη | το | άδουλο |
κλητική | άδουλε | άδουλη | άδουλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άδουλοι | οι | άδουλες | τα | άδουλα |
γενική | των | άδουλων | των | άδουλων | των | άδουλων |
αιτιατική | τους | άδουλους | τις | άδουλες | τα | άδουλα |
κλητική | άδουλοι | άδουλες | άδουλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]άδουλος, -η, -ο
- που δεν εργάζεται, που δεν απασχολείται με κάτι, ο άνεργος ή άεργος
- που αποφεύγει να εργαστεί, ο αργόσχολος
- (παρωχημένο) που δεν έχει δούλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άδουλος
|