άνιφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνιφτος | η | άνιφτη | το | άνιφτο |
γενική | του | άνιφτου | της | άνιφτης | του | άνιφτου |
αιτιατική | τον | άνιφτο | την | άνιφτη | το | άνιφτο |
κλητική | άνιφτε | άνιφτη | άνιφτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνιφτοι | οι | άνιφτες | τα | άνιφτα |
γενική | των | άνιφτων | των | άνιφτων | των | άνιφτων |
αιτιατική | τους | άνιφτους | τις | άνιφτες | τα | άνιφτα |
κλητική | άνιφτοι | άνιφτες | άνιφτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνιφτος ήδη στον 8ο αιώνα πκε στον Όμηρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνιπτος (άπλυτος) < ἄ- στερητικό + νίπτ(ω) + -ος[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]άνιφτος, -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άνιφτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἄ- (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)