αγκυλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκυλωμένος η αγκυλωμένη το αγκυλωμένο
      γενική του αγκυλωμένου της αγκυλωμένης του αγκυλωμένου
    αιτιατική τον αγκυλωμένο την αγκυλωμένη το αγκυλωμένο
     κλητική αγκυλωμένε αγκυλωμένη αγκυλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκυλωμένοι οι αγκυλωμένες τα αγκυλωμένα
      γενική των αγκυλωμένων των αγκυλωμένων των αγκυλωμένων
    αιτιατική τους αγκυλωμένους τις αγκυλωμένες τα αγκυλωμένα
     κλητική αγκυλωμένοι αγκυλωμένες αγκυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκυλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

αγκυλωμένος, -η, -ο

  1. που πάσχει από αγκύλωση
    αγκυλωμένη άρθρωση
  2. (μεταφορικά)
    αγκυλωμένος λόγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]