αεροχτυπημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροχτυπημένος η αεροχτυπημένη το αεροχτυπημένο
      γενική του αεροχτυπημένου της αεροχτυπημένης του αεροχτυπημένου
    αιτιατική τον αεροχτυπημένο την αεροχτυπημένη το αεροχτυπημένο
     κλητική αεροχτυπημένε αεροχτυπημένη αεροχτυπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροχτυπημένοι οι αεροχτυπημένες τα αεροχτυπημένα
      γενική των αεροχτυπημένων των αεροχτυπημένων των αεροχτυπημένων
    αιτιατική τους αεροχτυπημένους τις αεροχτυπημένες τα αεροχτυπημένα
     κλητική αεροχτυπημένοι αεροχτυπημένες αεροχτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροχτυπημένος < αερο- + χτυπημένος

Μετοχή[επεξεργασία]

αεροχτυπημένος

  1. (κυριολεκτικά) που τον έχει χτυπήσει ο αέρας
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) αλαφροΐσκιωτος, δαιμονόληπτος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]