αζωθαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζωθαιμία < άζωτο + αίμα + -ία[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική azotémie[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azotemia[2] / azotaemia[2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.zo.θeˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζω‐θαι‐μί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αζωθαιμία θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Azotemia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)