ακριβομίλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾi.voˈmi.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐βο‐μί‐λη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακριβομίλητος, -η, -ο
- που λέει λίγα λόγια
- ≈ συνώνυμα: λιγομίλητος
- ≠ αντώνυμα: πολυλογάς, φλύαρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβομίλητος
→ δείτε τη λέξη λιγομίλητος |