αλαγάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαγάριστος < α- + λαγαρίζω + -τος < αρχαία ελληνική λαγαρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αλαγάριστος
- που δεν έχει λαγαρίσει, δεν είναι λαγαρός και διαυγής
- (μεταφορικά) συγκεχυμένος, μπερδεμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαγάριστος
|