αλαλόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.laˈlo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐λό‐φω‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλαλόφωνος, -η, -ο
- ιδιωματικό των Κυκλάδων
- που έχει χάσει την λαλιά του
- (μεταφορικά) που έχει μείνει έκπληκτος, άφωνος
- ※ Καὶ νὰ πού, κοιτάζοντάς την, ἀπόμενα ἀλαλόφωνος τώρα, γιατὶ ἀνακάλυπτα ἔξαφνα πὼς μὲ δένανε μ’ ἐκείνη ἀθώρητες κλωστὲς ἀναρίθμητες, σὰν ἀπὸ βαθειὲς κι’ ἀσύντριφτες ἀγάπες.
- Άγγελος Σημηριώτης, Αζιζέ, Νέα Εστία, τεύχος 72, 15 Δεκεμβρίου 1929, σελ. 1047
- ※ Καὶ νὰ πού, κοιτάζοντάς την, ἀπόμενα ἀλαλόφωνος τώρα, γιατὶ ἀνακάλυπτα ἔξαφνα πὼς μὲ δένανε μ’ ἐκείνη ἀθώρητες κλωστὲς ἀναρίθμητες, σὰν ἀπὸ βαθειὲς κι’ ἀσύντριφτες ἀγάπες.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαλόφωνος
→ δείτε τη λέξη άφωνος |
Πηγές[επεξεργασία]
- αλαλόφωνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «αλαλόφωνος», σελ. 398, τόμος 1, 1933 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)