αμάζευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈma.ze.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μά‐ζευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμάζευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μαζευτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί ή δεν μπορεί να μαζευτεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ασυγκέντρωτος
- ασύναχτος
- ασόδιαστος (για σοδειά)
- ασυνάθροιστος (για ανθρώπους)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμάζευτος