ασύναχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσύνακτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύναχτος η ασύναχτη το ασύναχτο
      γενική του ασύναχτου της ασύναχτης του ασύναχτου
    αιτιατική τον ασύναχτο την ασύναχτη το ασύναχτο
     κλητική ασύναχτε ασύναχτη ασύναχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύναχτοι οι ασύναχτες τα ασύναχτα
      γενική των ασύναχτων των ασύναχτων των ασύναχτων
    αιτιατική τους ασύναχτους τις ασύναχτες τα ασύναχτα
     κλητική ασύναχτοι ασύναχτες ασύναχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασύναχτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσύνακτος < ἀ- στερητικό + συνακτός < αρχαία ελληνική συνάγω συνακ- (συνάζω) + -τος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈsi.na.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σύ‐να‐χτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασύναχτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ασύναχτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας