αναβλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναβλητικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (νομικός όρος) αναβλητική ένσταση:
[επεξεργασία]
- αναβλητικά
- αναβλητικότητα
- αναβλητικώς
- → δείτε τις λέξεις αναβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβλητικός
|