ανασαιμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανασαιμιά | οι | ανασαιμιές |
γενική | της | ανασαιμιάς | των | ανασαιμιών |
αιτιατική | την | ανασαιμιά | τις | ανασαιμιές |
κλητική | ανασαιμιά | ανασαιμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασαιμιά < μεσαιωνική ελληνική ἀνασασμός < μεσαιωνική ελληνική ἀνασαίνω < ή από την αρχαία ελληνική ἄνεσις ( < ἀνίημι) ή άμεσα από το ἀνίημι μέσω του αορίστου του ἀνέσαιμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασαιμιά θηλυκό
- ανάσα, πνοή, άρωμα, αυτο που αναπέμπεται
- Τὶς μικρές κουκουβάγιες ποὺ ξαγρύπνησαν...
- Ἄ τί θυμάρι δυνατό ἡ ἀνασαιμιά του
- Τί χάρτης περιφάνειας τὸ γυμνό του στῆθος
- Ὁπου ξεσποῦσαν λευτεριά καὶ θάλασσα!...
- Ἦταν γενναῖο παιδί∙
- (Ελύτης, για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασαιμιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)