αντάξιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αντάξιος | η | αντάξια | το | αντάξιο |
γενική | του | αντάξιου | της | αντάξιας | του | αντάξιου |
αιτιατική | τον | αντάξιο | την | αντάξια | το | αντάξιο |
κλητική | αντάξιε | αντάξια | αντάξιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αντάξιοι | οι | αντάξιες | τα | αντάξια |
γενική | των | αντάξιων | των | αντάξιων | των | αντάξιων |
αιτιατική | τους | αντάξιους | τις | αντάξιες | τα | αντάξια |
κλητική | αντάξιοι | αντάξιες | αντάξια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντάξιος < αρχαία ελληνική ἀντάξιος < ἀντί + ἄξιος < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (άγω)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντάξιος, -α, -ο
- που έχει ανάλογη αξία
- ≈ συνώνυμα: επάξιος, ισάξιος
- ※ Πρέπει να φανώ αντάξιος αυτών που μ' εμπιστευτήκανε... (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])
- που αξίζει σε κάποιον
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που αξίζει σε κάποιον