αντιθερμαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιθερμαντικός < αντι- + θερμαντικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιθερμαντικός
- που δυσκολεύει την προσπάθεια θέρμανσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιθερμαντικός
|