αντικοινοβουλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικοινοβουλευτικός < αντι- + κοινοβουλευτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiparlamentaire)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικοινοβουλευτικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που αντιτίθεται στον κοινοβουλευτισμό ή είναι εχθρικός προς αυτόν
[επεξεργασία]
- αντικοινοβουλευτικά
- → δείτε τις λέξεις κοινοβούλιο, κοινός και βουλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικοινοβουλευτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)