ανυψωνόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ni.psoˈno.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐ψω‐νό‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ανυψωνόμενος, -η, -ο
ανυψωνόμενος, -η, -ο