αποθηριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.θi.ɾi.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θη‐ρι‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αποθηριωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποθηριώνω
- άλλες μορφές: αποθεριωμένος (< αποθεριεύω)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθηριωμένος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αποθηριωμένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας