αποκατεστημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αποκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκαθιστώ
Μετοχή
[επεξεργασία]αποκατεστημένος, -η, -ο (και λιγότερο λόγια, αποκαταστημένος)
- που έχει αποκατασταθεί οικονομικά, που έχει οικονομική ευρωστία, άνεση, που δεν έχει οικονομικά προβλήματα
- (για γυναίκα, παρωχημένο) που έχει παντρευτεί, με την έννοια της οικονομικής αποκατάστασης αλλά και της κοινωνικής -δεν θεωρείτο πλέον περιθωριακή ως γεροντοκόρη, εντασσόταν στο κοινωνικό σύνολο και αποκαθίστατο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αποκαθιστώ, αποκαθίσταμαι, αποκατασταίνω, αποκαταστημένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκατεστημένος