απολυμαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυμαντικός < απολυμαίνω < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι < λῦμα
Επίθετο[επεξεργασία]
απολυμαντικός
- που απολυμαίνει, που συμβάλλει στην απολύμανση
- απολυμαντικό υγρό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απολυμαντικά
- απολυμαντικό
- → δείτε τη λέξη απολυμαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυμαντικός