απορριμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορριμμένος η απορριμμένη το απορριμμένο
      γενική του απορριμμένου της απορριμμένης του απορριμμένου
    αιτιατική τον απορριμμένο την απορριμμένη το απορριμμένο
     κλητική απορριμμένε απορριμμένη απορριμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορριμμένοι οι απορριμμένες τα απορριμμένα
      γενική των απορριμμένων των απορριμμένων των απορριμμένων
    αιτιατική τους απορριμμένους τις απορριμμένες τα απορριμμένα
     κλητική απορριμμένοι απορριμμένες απορριμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απορριμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απορρίπτω → δείτε τη λέξη απορρίπτομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

απορριμμένος, -η, -ο

ομόηχα[επεξεργασία]