αρένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρένιο τα αρένια
      γενική του αρένιου
αρενίου
των αρένιων
αρενίων
    αιτιατική το αρένιο τα αρένια
     κλητική αρένιο αρένια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική arene < aromatic +‎ -ene < ελληνιστική κοινή ἀρωματικός < αρχαία ελληνική ἄρωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρένιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • arene στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]