αρίφνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρίφνητος, -η, -ο
- ※ Ο πόνος θερίζει αρίφνητα σπλάχνα (Νίκος Καζαντζάκης, Γράμματα προς τη Γαλάτεια, 1920-1924)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
«ήρθε ο λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος». Ερωτόκριτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρίφνητος
|