ασυνδεσιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνδεσιμικός < α- + συνδεσιμικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική connectionless
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνδεσιμικός
- (δίκτυο υπολογιστών) connectionless: χωρίς την εγκαθίδρυση σταθερής σύνδεσης, με αποστολή και λήψη δεδομενογραμμάτων (datagrams) αυθαίρετα, χωρίς επιβεβαίωση αν παραλήφθηκαν, συνήθως με λιγότερη αξιοπιστία από μια σταθερή σύνδεση, αλλά με περισσότερη απλότητα και ταχύτητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνδεσιμικός
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)