αυτορευστοποιούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτορευστοποιούμενος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-liquidating. Μορφολογία αναλύεται σε αυτο- + ρευστοποιούμενος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτορευστοποιούμενος, -η, -ο
- (νεολογισμός, οικονομία) αυτό που από την ίδια την λειτουργία του παρέχει το ποσό για την αποπληρωμή του κεφαλαίου που απαιτήθηκε (συνήθως μέσω δανεισμού) για την απόκτησή του
- (νεολογισμός, οικονομία) που σχετίζεται με συναλλαγές όπου διαφορά αγαθά μετατρέπονται σε ρευστό (χρήμα) σε ένα (σχετικά) σύντομο χρονικό διάστημα
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αυτός, ρευστοποιώ, ρευστός και ρέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτορευστοποιούμενος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)