αυτοχειροτόνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοχειροτόνητος < (ελληνιστική κοινή) αὐτοχειροτόνητος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοχειροτόνητος, -η, -ο
- που έχει ο ίδιος χειροτονήσει τον εαυτό του
- (κατ’ επέκταση) που αυθαίρετα αποδίδει στον εαυτό του κάποιο τίτλο, αξίωμα κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοχειροτόνητος
|