αυτοϋποτιμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοϋποτιμητικός < αυτο- + υποτιμητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-disparaging)
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοϋποτιμητικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) (λόγιο) που υπονομεύει τον εαυτό του
- ※ Ο δεξιός λόγος μπορεί να στραφεί στην αντίστροφη, αυτοϋποτιμητική έξαρση, φωνάζοντας πως είμαστε ένα τίποτα ή απλώς μια φωλιά απατεώνων στη σκιά της Δύσης! (www.lifo.gr, 7/9/2019)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοϋποτιμητικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)