αφήγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφήγημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφήγημα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική récit[1]
- σενάρια, ισχυρισμοί < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική narrative)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfi.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φή‐γη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφήγημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφηγούμαι
- (νεολογισμός) απόψεις, θέσεις, ισχυρισμοί ή σενάρια που αφορούν την (πολιτική ή άλλη) πραγματικότητα και εξέλιξη
- ※ Λίγες μέρες μετά το Eurogroup της 15ης Ιουνίου οι ψηφοφόροι δείχνουν να μην πείθονται από το νέο αφήγημα της κυβέρνησης περί εξόδου από την επιτροπεία και αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. (www.efsyn.gr, 23/6/2017)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ αφήγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)