αφίλιωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀφιλίωτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφίλιωτος η αφίλιωτη το αφίλιωτο
      γενική του αφίλιωτου της αφίλιωτης του αφίλιωτου
    αιτιατική τον αφίλιωτο την αφίλιωτη το αφίλιωτο
     κλητική αφίλιωτε αφίλιωτη αφίλιωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφίλιωτοι οι αφίλιωτες τα αφίλιωτα
      γενική των αφίλιωτων των αφίλιωτων των αφίλιωτων
    αιτιατική τους αφίλιωτους τις αφίλιωτες τα αφίλιωτα
     κλητική αφίλιωτοι αφίλιωτες αφίλιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφίλιωτος < (ελληνιστική κοινήἀφιλίωτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αφίλιωτος

  1. (λαϊκότροπο) που δεν έχει φιλιώσει με κάποιον
     αντώνυμα: φιλιωμένος, συμφιλιωμένος
  2. (λαϊκότροπο) (κατ’ επέκταση) αδιάλλακτος
     αντώνυμα: διαλλακτικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]