αφίλιωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφίλιωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλίωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αφίλιωτος
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει φιλιώσει με κάποιον
- (λαϊκότροπο) (κατ’ επέκταση) αδιάλλακτος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φίλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφίλιωτος