βακέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βακέτα οι βακέτες
      γενική της βακέτας των βακετών
    αιτιατική τη βακέτα τις βακέτες
     κλητική βακέτα βακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βακέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική vacheta (ιταλική vacchetta), υποκοριστικό του vacca (αγελάδα) + -etta (-έτα) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐κέ‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βακέτα θηλυκό

  1. δέρμα από ενήλικα βοοειδή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δερμάτινων ειδών
    ※  Η Αντιγόνη είχε κάτι χοντροπάπουτσα από βακέτα, που αντί για σόλα είχανε ένα χοντρό μαύρο λάστιχο από παλιά ρόδα φορτηγού αυτοκινήτου. Τώρα σχεδόν όλα τα κορίτσια τέτοια φορούσανε, με χοντρές κάλτσες, σκούρες καφετιές.
    Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971 [μυθιστόρημα]
    ※  Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η ορολογία: Πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο, βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια, φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα, τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα (Νίκος Ψιλάκης, Σ'ένα κρητικό στιβανάδικο, 11/122017 [1])
  2. (αργκό) γριά γυναίκα που φτιασιδώνεται έντονα για να φαίνεται νεότερη [2]
    χρειάζεται παράθεμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • παρωχημένη γραφή: βακέττα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βακέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «βακέτα» - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής μας γλώασας, αναζήτηση online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας