βουτυράτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουτυράτος η βουτυράτη το βουτυράτο
      γενική του βουτυράτου της βουτυράτης του βουτυράτου
    αιτιατική τον βουτυράτο τη βουτυράτη το βουτυράτο
     κλητική βουτυράτε βουτυράτη βουτυράτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουτυράτοι οι βουτυράτες τα βουτυράτα
      γενική των βουτυράτων των βουτυράτων των βουτυράτων
    αιτιατική τους βουτυράτους τις βουτυράτες τα βουτυράτα
     κλητική βουτυράτοι βουτυράτες βουτυράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουτυράτος < βούτυρ(ο) + -άτος

Επίθετο[επεξεργασία]

βουτυράτος, -η, -ο

  1. που περιέχει βούτυρο
  2. που είναι μαλακός σαν βούτυρο
     αντώνυμα: τραγανός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βούτυρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]