γαρδούμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρδούμπα οι γαρδούμπες
      γενική της γαρδούμπας
    αιτιατική τη γαρδούμπα τις γαρδούμπες
     κλητική γαρδούμπα γαρδούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαρδούμπα < πιθανόν (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαρδούμιον [1] (ουδέτερο, πρώιμη μεσαιωνική, ήδη στον Ησύχιο, με άλλη σημασία) [2] με τροπή άρθρωσης [m] > [b] και θηλυκό (ίσως κατά το συκωταριά)
< διαλεκτική ιταλική caldume[3] με τροπή [k] > [ɣ] από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική ([tin-k] > [tiŋɡ] > [ɣ]) και τροπή [l] > [ɾ] πριν από σύμφωνο (όπως αδελφός > αδερφός)[4]
< μεσαιωνική λατινική caldumen[2] < λατινική caldus / calidus (ζεστός, θερμός).
Κατ' άλλη άποψη, < (άμεσο δάνειο) αλβανική gardump < διαλεκτική ιταλική caldume.[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣaɾˈðum.ba/ & /ɣaɾˈðu.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαρ‐δού‐μπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαρδούμπα θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. γαρδούμπαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 2,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Δείτε και caldume στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια Στη σικελική διάλεκτο, quarumi.
  4. γαρδούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας