γεμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεμίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]γεμισμένος
- ο γεμάτος, αλλά με κάπως ενεργητική, ρηματική σημασία, που τον έχει γεμίσει κάποιος από κάτι, (γεμάτος χαρά, αλλά γεμισμένο ποτήρι)